- οξεία
- η(θηλ. του επιθ. οξύς)1. (γραμμ.) τόνος λέξης.2. (μουσ.) σημάδι της βυζαντινής μουσικής (').
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὀξεία — ὀξείᾱ , ὀξύς 2 sharp fem nom/voc/acc dual (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξείᾳ — ὀξείᾱͅ , ὀξύς 2 sharp fem dat sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξεία — Μικρό νησί του Ιονίου πελάγους, που αποτελεί προέκταση των ακτών της Αιτωλοακαρνανίας μέσα στη θάλασσα. Ανήκει στο σύμπλεγμα των Εχινάδων. Απέναντι από το νησί εκβάλλει ο ποταμός Αχελώος, οι προσχώσεις του οποίου μειώνουν συνεχώς την απόσταση που … Dictionary of Greek
ὀξεῖα — ὀξύς 2 sharp fem nom/voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαρυγγίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του λάρυγγα. Παρουσιάζεται με διάφορες μορφές, που γενικά διακρίνονται σε οξείες, χρόνιες, συρίττουσες, διφθεριτικές, φυματιώδεις και χρόνιες ατροφικές λ. Η οξεία λ. μπορεί να είναι βακτηριακής ή ερεθιστικής αιτιολογίας… … Dictionary of Greek
παγκρεατίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του παγκρέατος. Μπορεί να είναι οιδηματώδης, αιμορραγική, νευρωτική ή πυώδης. Προέρχεται από υπερφαγία, από ασθένειες του στομάχου, του δωδεκαδακτύλου, των χοληφόρων αγωγών ή του ήπατος ή και από στένωση των αγωγών του… … Dictionary of Greek
εντερίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του εντέρου. Ονομάζεται και εντεροκολίτιδα. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο όρος ε. χρησιμοποιείται μόνο για τη φλεγμονή του λεπτού εντέρου και διακρίνεται από την κολίτιδα. Όταν προσβάλλεται μαζί και το στομάχι αποκαλείται… … Dictionary of Greek
ερυσίπελας — Οξεία φλεγμονή του υποδόριου ιστού –και ειδικότερα των λεμφαγγείων του– που προκαλείται από τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο· η φλεγμονή έχει μικρή τάση προς διαπύηση, αλλά σαφώς διεισδυτικό χαρακτήρα, εξαιτίας του οποίου γρήγορα επεκτείνεται και… … Dictionary of Greek
πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… … Dictionary of Greek
ὀξείας — ὀξείᾱς , ὀξύς 2 sharp fem acc pl (ionic) ὀξείᾱς , ὀξύς 2 sharp fem gen sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)